Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοδευτήριο το [afoδeftírio] Ο40 : επίσημη ονομασία για τα δημόσια συνήθ. αποχωρητήρια. || χαρακτηρισμός χώρου γεμάτου περιττώματα και ακαθαρσίες: ~ έχουν καταντήσει το παρκάκι.
[λόγ. < ελνστ. ἀφοδευτήριον `δοχείο νυκτός΄]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοδευτήριο [afo∂eftírio] το, (L)
- public lavatory, latrine (syn αποχωρητήριο 1):
- βρέθηκε στο ομαδικό λουτρό γυμνός στην κίτρινη απελπισία των αφοδευτηρίων (Koumantareas)
[fr kath αφοδευτήριον ← ByzG (schol. Aristoph), der of αφοδεύω w. suff -τήριον]
- public lavatory, latrine (syn αποχωρητήριο 1):