Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφοβία η [afovía] Ο25 : η απουσία φόβου, η ιδιότητα που χαρακτηρίζει τον άφοβο.
[λόγ. < αρχ. ἀφοβία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφοβία η· αφοβιά.
-
- 1)
- α) Έλλειψη φόβου, σιγουριά:
- να ’χεις ανάπαψην και αφοβιά (Διγ. O 276)·
- β) τόλμη:
- με αφοβιά επήγαινε σαν που ’τον παλληκάρι (Διγ. O 1428).
- α) Έλλειψη φόβου, σιγουριά:
- 2) Έλλειψη φόβου, σεβασμού (απέναντι στο Θεό)·
- (εδώ μεταφ.):
- H προς τον Θεόν αφοβία γεννάει πολλά παιδία … πολέμια της αληθείας (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 913).
- (εδώ μεταφ.):
[αρχ. ουσ. αφοβία. H λ. και σήμ.]
- 1)
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφοβία [afovía] η, (L) (& D αφοβιά)
- :
- αρρενωπή, άτρομη ~ |
- ~μπρος στο θάνατο |
- έδιωξε από κοντά του και το στρατιώτη, τη μπιστοσύνη του να δείξει από τη μια μεριά, την αφοβιά του από την άλλη (Myriv) |
- έπεσε πάλι μ' αφοβιά στη θάλασσα (Kontoglou) |
- με αξιοθαύμαστη ~ .. επίμενε να ξακολουθήσει η συνεδρίαση (Melas) |
- οι στρατιώτες επευφημούσαν την ~ του (Roussos) |
- poem σε κάθε κόρην άπειρη, που τρέμει σαν πουλάκι, | χαρίζεις γνώση κι αφοβιά κλ (Palam) |
- η καρδιά μου ωστόσο θα 'ναι θάρρος κι αφοβιά γεμάτη (Stavrou Ar)
[fr postmed, MG αφοβία bes φοβιά ← PatrG, K, AG (Plato+), der of ἄφοβος]