Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφλογιστία η [aflojistía] Ο25 : η μη λειτουργία πυροδοτικού μηχανισμού: Tο όπλο έπαθε ~.
[λόγ. < αρχ. ἀφλόγιστ(ος) `μη εύφλεκτος΄ -ία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφλογιστία [afloyistía] η, (L)
- ① failure to ignite, misfire:
- ~ του κινητήρα |
- το όπλο του έπαθε ~ και τότε μαχαίρωσε τη σύζυγό του
- ② fig failure to achieve an intended effect, misfire (near-syn αποτία):
- η αντιαμερικανική προπαγάνδα έπαθε ένα είδος αφλογιστίας [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1893]) αφλογιστία, der of αφλόγιστος]
- ① failure to ignite, misfire: