Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφισοκόλληση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφισοκόλληση η [afisokólisi] Ο33 : η κόλληση αφισών (διαφημιστικών ή πολιτικών) σε δημόσιο χώρο: Aπαγορεύεται η ~ και η αναγραφή συνθημάτων.

[λόγ. αφισοκολλη- (αφισοκολλώ) -σις > -ση]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφισοκόλληση [afisokόlisi] η,
  • act or result of posting bills, bill-posting (syn in αφισάρισμα):
    • η ~ θα χαρακτηρίζεται ποινικό αδίκημα |
    • να σταματήσει το όργιο των πολιτικών αφισοκολλήσεων

[cpd w. kath κόλλησις ← AG κόλλησις 'fixing tight']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες