Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφισοκολλώ [afisokoló] Ρ10.11α -ούμαι Ρ10.9β : κολλώ αφίσες (διαφημιστικές ή πολιτικές) σε δημόσιο χώρο.
[λόγ. αφίσ(α) -ο- + κολλώ]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφισοκολλώ [afisokolό] αφισοκολλάει, ipf αφισοκολλούσα, aor αφισοκόλλησα
- ① intr post (advertizing) bills:
- νέοι αφισοκολλούσαν για τις γιορτές της νεολαίας, που ετοιμάζουν
- ② trans affix or stick on a wall (post, board etc), post, placard (syn τοιχοκολλώ):
- αφισοκόλλησε εικόνες των υποψηφίων
[cpd w. κολλώ]
- ① intr post (advertizing) bills: