Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφισοκολλητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφισοκολλητής ο [afisokolitís] Ο7 : αυτός που κολλά αφίσες (διαφημιστικές ή πολιτικές) σε δημόσιους χώρους: Aφισοκολλητές των πολιτικών κομμάτων.

[λόγ. αφισοκολλη- (αφισοκολλώ) -τής]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφισοκολλητής [afisokolitís] ο,
  • person who posts (advertizing) bills, billposter (syn τοιχοκολλητής):
    • επίθεση δέκα αναρχικών αφισοκολλητών εναντίον δύο τροχονόμων

[cpd w. ModG κολλητής ← K (pap & gloss) 'one who fastens']

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες