Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιονίζω [afxonízo] -ομαι Ρ2.1 : 1.ναρκώνω, κοιμίζω κπ. δίνοντάς του αφιόνι. 2. (μτφ., συνήθ. παθ.) α. κάνω κπ. να χάσει την πνευματική του διαύγεια, ναρκώνω τη σκέψη του: Mε τέτοια παραμύθια μας αφιονίζουν και μας εξαπατούν, μας αποκοιμίζουν. || Bλέμμα αφιονισμένο και χαύνο. β. φανατίζω κπ. πολύ, με μια ιδέα συνήθ. οπισθοδρομική: Aφιονισμένοι από την καθαρεύουσα και το ρομαντισμό αρνούνται την καινούρια ιδέα. Ο αφιονισμένος όχλος τον σκότωσε με λιθοβολισμό. γ. (παθ.) κυριεύομαι από ένα βίαιο συναίσθημα οργής, μανίας, μανιάζω, λυσσάω2: Kάνω σαν αφιονισμένος, σαν τρελός.
[αφιόν(ι) -ίζω]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιονίζω [afjonízo] ipf αφιόνιζα, aor αφιόνισα, pf & plupf έχω-είχα αφιονίσει, mediop αφιονίζομαι, ipf αφιονιζόμουν, aor subj αφιονιστώ, pf & plupf έχω-είχα αφιονιστεί, είμαι-ήμουν αφιονισμένος
- ① cause to take opium, subject to the influence of opium, opiate, dope
- ② fig deaden or distort one's judgement or understanding, opiate, stupefy, dope:
- να ειπώ πως δεν με αφιόνισε αίσθημα εθνικής περηφάνειας, δεν θα ήταν αλήθεια (Athanas) |
- έτσι μας αφιονίσαν και μας χώσανε στα τανκς και τα καμιόνια (Lamprou) |
- poem είναι επινόηση του κομμουνισμού, | για να αφιονίζει τις μάζες (Sarantis)
- ⓐ mi αφιονίζομαι lose one's judgement or understanding, become stupefied or doped:
- αφιονίζεσαι, σα να ακούς παραμύθι γεμάτο έρωτα, αίματα και μοιρολόγι (Kazantz) |
- άκουγε με προσοχή .. τα πολλά λόγια του K. και σαν να αφιονιζόταν (Petsalis) |
- θ' αφιονιστεί με τα πάθη της και τα πάθη τους (Karagatsis) |
- ο λαός από τα ψηλότερα στρώματα .. ως τα χαμηλότερα ήταν αφιονισμένος ως το μεδούλι (Chourmouzios)
[der of αφιόνι]