Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιξάριστος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιξάριστος, -η, -ο [afiksáristos] (L) photography, paint.
  • not made permanent through the action of a fixative, not fixed (ant φιξαρισμένος):
    • αφιξάριστη φωτογραφία |
    • αφιξάριστα χρώματα

[cpd w. *φιξαριστός (: φιξάρω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες