Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιξάριστος, -η, -ο [afiksáristos] (L) photography, paint.
- not made permanent through the action of a fixative, not fixed (ant φιξαρισμένος):
- αφιξάριστη φωτογραφία |
- αφιξάριστα χρώματα
[cpd w. *φιξαριστός (: φιξάρω)]
- not made permanent through the action of a fixative, not fixed (ant φιξαρισμένος):