Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλόστοργος -η -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλόστοργος, -η, -ο [afilóstorγos] (L)
  • ① unaffectionate, unloving (syn in άστοργος):
    • αφιλόστοργη μητέρα
  • ② fig rough, hard, unfriendly, hostile (near-syn αφιλόξενος 2, άφιλος2 2):
    • ξεκίνησε απ' τ' αφιλόστοργα κατσάβραχα του χωριού του, να καταχτήσει την Aθήνα (Myriv)

[fr kath αφιλόστοργος ← K (Plut), cpd w. (AG, K) φιλόστοργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες