Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλοχρηματία η [afiloxrimatía] Ο25 : η ιδιότητα του αφιλοχρήματου, η περιφρόνηση του χρήματος.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοχρηματία]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοχρηματία [afiloxrimatía] η, (L)
- absence of greed for money or wealth, lack of avarice (ant φιλαργυρία, φιλοχρηματία):
- βαθιά εντύπωση προκάλεσε η ασκητική του ζωή, .. η ~ του κλ (Tatakis)
[fr kath αφιλοχρηματία ← K, AG, cpd w. (Plato) φιλοχρηματία]
- absence of greed for money or wealth, lack of avarice (ant φιλαργυρία, φιλοχρηματία):