Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλοχρήματος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιλοχρήματος -η -ο [afiloxrímatos] Ε5 : που δεν έχει μεγάλη αγάπη για το χρήμα, που περιφρονεί το χρήμα.

[λόγ. < ελνστ. ἀφιλοχρήματος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλοχρήματος, -η, -ο [afiloxrímatos] (L)
  • not greedy for money or wealth, not avaricious (ant φιλάργυρος, φιλοχρήματος):
    • δε νομίζουμε πως οι Σπαρτιάτες ήταν τόσο αφιλοχρήματοι όσο τους παρουσίαζαν (Evelpidis) [fr kath αφιλοχρήματος ← ByzG (4th c.), K (Philo 2.458; Eunapius, Hist. p. 243D

[4th-5th c. AD]), cpd w. φιλοχρήματος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες