Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοξενία [afiloksenía] η, (L)
- lack of hospitality, inhospitality (ant φιλοξενία):
- οι Πισωμερίτες .. είναι περιβόητοι για την ~ τους (Tachtsis)
[fr kath αφιλοξενία ← PatrG (Clemens Romanus, 1st c. AD; Oracula Sibyllina, 2nd-3rd c. AD), der of MG αφιλόξενος w. suff -ία]
- lack of hospitality, inhospitality (ant φιλοξενία):