Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοκερδώς [afilocer∂ós] adv (L)
- without regard for or expectation of personal profit or advantage, disinterestedly, unselfishly (syn in αφιλόκερδα):
- ο κωμικός K. X. δεν συμμετέχει ~στη θεατρική αυτή περιοδεία |
- οι δημόσιες εμφανίσεις των εκπροσώπων του ρεμπέτικου τραγουδιού γίνονται σχεδόν πάντα ~ |
- χάθηκαν οι αρχοντικές φυσιογνωμίες, που έδιναν ~ τον ευγενικό τόνο στις διάφορες εκδηλώσεις (Skouzes) |
- σκαρώνει ωραίες φιγούρες .. και παίζει ~ στα παιδιά της γειτονιάς του (GIoannou) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1856 etc]) αφιλοκερδώς, der of αφιλοκερδής]
- without regard for or expectation of personal profit or advantage, disinterestedly, unselfishly (syn in αφιλόκερδα):