Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλοκερδής -ής -ές [afilokerδís] Ε10 & αφιλόκερδος -η -ο [afilókerδos] Ε5 : που δε δείχνει ιδιαίτερο ζήλο για την απόκτηση κέρδους ή που το πρωταρχικό του κίνητρο δεν είναι το κέρδος: ~ πολιτικός / συμπαραστάτης. ~ βοήθεια. ANT φιλοκερδής.
αφιλοκερδώς ΕΠIΡΡ: Mας βοήθησε ~. [λόγ. α- 1 φιλοκερδής· προσαρμ. στη δημοτ. με μεταπλ. κατά τα άλλα επίθ. -ος και μετακ. του τόνου κατά τα στερ. με α- 1· λόγ. αφιλοκερδ(ής) -ώς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλοκερδής, -ής, -ές [afilocer∂ís] (L)
- not motivated by (expectations of) personal profit or advantage, disinterested, unselfish (syn ανιδιοτελής, αφιλόκερδος, ant φιλοκερδής):
- ~ αγάπη, αφοσίωση, βοήθεια, γενναιοδωρία, ψυχή |
- αν δεν υπήρχε η τρέλα .. τίποτα .. το παράτολμο και το αφιλοκερδές δε θα 'χε συντελεσθεί (Ouranis) |
- θ' αναπτύξουν την αλτρουιστική ή τουλάχιστον την αφιλοκερδή ιδεολογία (Evelpidis) |
- και τα δύο αυτά είδη του θεάτρου είναι εντελώς αφιλοκερδή και αφοσιωμένα σε .. κοινωφελείς σκοπούς (Theotokas) |
- αυτοί [οι φοιτητές] είναι οι αφιλοκερδείς φύλακες της τάξεως, του νόμου και της επιστήμης (Ploritis) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1859 etc]) αφιλοκερδής, cpd w. AG (Theognis, Pindar etc) φιλοκερδής 'greedy of gain']
- not motivated by (expectations of) personal profit or advantage, disinterested, unselfish (syn ανιδιοτελής, αφιλόκερδος, ant φιλοκερδής):