Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιλοκέρδεια
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιλοκέρδεια η [afilokérδia] Ο27 : η ιδιότητα του αφιλοκερδούς· ανιδιοτέλεια. ANT φιλοκέρδεια.

[λόγ. α- 1 φιλοκέρδεια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιλοκέρδεια [afilocér∂ia] η, (L)
  • disregard for personal profit or advantage, disinterestedness, unselfishness (syn ανιδιοτέλεια):
    • ψυχή γεμάτη ~ |
    • διαπνέεται από ~ |
    • μας είχε βοηθήσει σε κάθε μας περίσταση με τη μεγαλύτερη προθυμία κι ~ (Xenop) |
    • πότε θα μπορέσει ο άνθρωπος να θεμελιώσει απάνω σε μια τέτοιαν ~ την αρετή του και την πίστη; (Kazantz) |
    • το θέατρο, φτωχό σε υλικά μέσα, ήτανε τόσο πλούσιο .. σ' ~ κι αγάπη της τέχνης (Melas) |
    • όταν αρρώστησε κι ο μπαμπάς .. είδα με τι αφοσίωση κι ~ τον περιποιήθηκε (Tachtsis) [fr kath (neol |
    • Koumanoudis

[1829 etc]), αφιλοκέρδεια, der of αφιλοκερδής, or cpd w. φιλοκέρδεια 'greed' (Plato, Xenoph.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες