Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφιλάνθρωπος, επίθ.
-
- Aπάνθρωπος:
- ο δράκων … έφθασεν αφιλανθρώπῳ γνώμῃ (Kαλλίμ. 502).
[μτγν. επίθ. αφιλάνθρωπος]
- Aπάνθρωπος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιλάνθρωπος -η -ο [afilánθropos] Ε5 : που δεν έχει φιλάνθρωπα συναισθήματα, που τον χαρακτηρίζει έλλειψη φιλάνθρωπων συναισθημάτων, αφιλανθρωπία.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιλάνθρωπος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιλάνθρωπος, -η, -ο [afilánθropos] (L)
- uncharitable, unmerciful, harsh (near-syn αλύπητος 2, ανελέητος2 2, ant φιλάνθρωπος):
- ~ αγώνας |
- αφιλάνθρωπη ψυχή |
- έπαθε καταστροφές σε καιρούς σκοτεινούς και αφιλάνθρωπους για τη δυτική Mεσσηνία (Panagiotop, adapted) |
- καταδικάζεται από αφιλάνθρωπους νόμους (Prevelakis)
[fr kath αφιλάνθρωπος ← MG ← K (Plut), cpd w. φιλάνθρωπος]
- uncharitable, unmerciful, harsh (near-syn αλύπητος 2, ανελέητος2 2, ant φιλάνθρωπος):