Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιερώνω [afieróno] -ομαι Ρ1 : δίνω, προσφέρω κτ. σε κπ. ή σε κτ. που θεωρώ ιερό, ιδανικό, υψηλό. 1. δίνω, προσφέρω κτ. στο Θεό κτλ. σε ένδειξη ευγνωμοσύνης και αγάπης: ~ μια εικόνα στην Παναγία. 2. διαθέτω, καταναλώνω κτ. εξ ολοκλήρου και αποκλειστικά για να υπηρετήσω κπ. ή κτ.: ~ όλες μου τις δυνάμεις / τις προσπάθειες σε ένα σκοπό. Aφιέρωσε τη ζωή του στον αγώνα για ελευθερία / στην πατρίδα. || διαθέτω: ~ τον ελεύθερο χρόνο μου στα σπορ. || Tο μεγαλύτερο μέρος του βιβλίου αφιερώνεται στην ιστορική ανασκόπηση του προβλήματος. Aφιερώνομαι σε κτ. ή σε κπ., αφιερώνω τον εαυτό μου: Aφιερώθηκε στο Θεό. 3. (συνήθ. για βιβλίο κτλ.) προσφέρω κτ. σε κπ. για να τον τιμήσω: ~ το βιβλίο μου στη μνήμη του δασκάλου μου / στο δάσκαλό μου.
[λόγ. < ελνστ. ἀφιερ(ῶ) -ώνω & σημδ. γαλλ. consacrer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιερώνω [afierόno] ipf αφιέρωνα, aor αφιέρωσα (subj αφιερώσω), pf & plupf έχω-είχα αφιερώσει, mediop αφιερώνομαι, ipf αφιερωνόμουν, aor αφιερώθηκα (subj αφιερωθώ), pf & plupf έχω-είχα αφιερωθεί, είμαι-ήμουν αφιερωμένος, (L)
- ① appropriate to a deity (saint etc), dedicate, consecrate, devote (syn αναθέτω 3):
- αφιέρωσε ένα άγαλμα στη θεά |
- αν ο θεός μου κάνει το θαύμα και δώσει το φως στο παιδί, θα μου επιτρέψεις να το αφιερώσω σ' εκείνον (Karagatsis) |
- πολλοί χριστιανοί πήγαιναν στη μονή, για να θεραπευτούν και .. αφιέρωναν τις περιουσίες τους (Varelas) |
- θα συναντήσουμε πρώτα τη μητρόπολη, που είναι αφιερωμένη στη μνήμη του μεγαλομάρτυρος Δημητρίου (id.)
- ② set apart for some purpose, give over to, appropriate, devote:
- το περιοδικό έχει αφιερώσει ένα τεύχος στον δείνα |
- να καταδεχθεί ο Σ. .. ν' αφιερώσει μιάμιση στήλη σ' ένα τόσο πρόστυχο θέμα! (Nirvanas) |
- όλο το χειμώνα τον αφιέρωσε στις ετοιμασίες του για την εκστρατεία (Vacalop) |
- επισκέπτεται την Kαβάλα .. και της αφιερώνει μια έξοχη περιγραφή στο βιβλίο του (DLazaridis) |
- στην ιδρυτική πράξη πρέπει να ορίζεται ο σκοπός του ιδρύματος, η περιουσία που αφιερώνεται και ο οργανισμός του (Christidis AK)
- ⓐ offer to s.o. as an expression of esteem or affection, dedicate:
- αφιερώνει ένα βιβλίο στους γονείς του |
- ο ποιητής αφιέρωσε ύμνους στους νικητές |
- poem να σας αφιερώσω το τραγούδι αυτό, | κερά Mαριγώ μου και κυρ Γιάννη; (Zevgoli)
- ③ mi αφιερώνομαι give o.s. or one's efforts to some worthy individual or cause, dedicate o.s., devote o.s. (syn αφοσιώνομαι):
- έμαθε πως .. έφυγεν απ' το σπίτι του, πως αφιερώθηκε στη θρησκευτική ζωή (Papantoniou) |
- η Παρθένα η Mαρία αφιερώθηκε μικρή στην υπηρεσία του ναού (Prevelakis) |
- δεν της δόθηκε ποτέ τίποτε αληθινό ν' αγαπήσει, τίποτε αληθινό στο οποίο ν' αφιερωθεί (Thrylos)
- ⓑ concern o.s. or deal chiefly or exclusively w., be devoted, devote o.s., concentrate on (syn αφοσιώνομαι, near-syn καταγίνομαι):
- θα έπρεπε .., αν αποφασίζαμε να γίνουμε ορθογράφοι, να παρατούσαμε κάθε άλλη απασχόληση και να αφιερωνόμασταν στους γραμματικούς κανόνες (Dimaras) |
- ήμουν έτοιμος να αφιερωθώ σ' αυτή την προσπάθεια (Theodorakis) |
- είχε αφιερωθεί σε μια επιστημονική εργασία (Nirvanas) |
- πολλές απ' αυτές τις εργασίες .. είναι αφιερωμένες στην αρχαϊκή τέχνη (Karouzos)
[fr kath αφιερώνω ← postmed, MG ← PatrG & K ἀφιερῶ (also pap), AG (pass, Aeschyl., Eumen. 451) ἀφιερῶ (-όω), cpd of pref ἀφ- & ἱερῶ]
- ① appropriate to a deity (saint etc), dedicate, consecrate, devote (syn αναθέτω 3):