Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφιερωτής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφιερωτής ο [afierotís] Ο7 θηλ. αφιερώτρια [afierótria] Ο27 : το πρόσωπο που αφιερώνει ή αφιέρωσε κτ.: Οι αφιερωτές της εικόνας κράτησαν την ανωνυμία τους.

[λόγ. < ελνστ. ἀφιερωτής· λόγ. αφιερω(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφιερωτής [afierotís] ο, αφιερώτρια [afierόtria] η, (L)
  • person offering or dedicating sth to a deity (saint etc), dedicator (syn αναθέτης):
    • δεν σώθηκαν τα ονόματα των ευγενών αφιερωτών, που παριστάνονται στο δυτικό τοίχο (MChatzidakis) |
    • είναι εικόνα αναθηματική, όπως φανερώνει η ύστατη εξομολόγηση του αφιερωτή (Bakirtzis) |
    • στην όψη της πλίνθου [έχουμε] οριζόντια το όνομα του αφιερωτή (Charitonidis) |
    • δεξιά, αρκετά ψηλά το όνομα της αφιερωτρίας σε πεντάστιχη επιγραφή (id.)

[fr kath αφιερωτής ← postmed (Somavera) αφιερωτής/αφιερώτρια ← Pseudo-Dionys. Areop. ἀφιερωτής (5th c.), der of ἀφιερῶ w. suff -τής (& -τρια)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες