Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιέρωση η [afiérosi] Ο33 : 1.η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αφιερώνω: H ~ κάποιου σε ένα σκοπό. 2. (ειδικότ.) η τυπωμένη ή χειρόγραφη φράση που αναφέρει το πρόσωπο στο οποίο αφιερώνεται ή απλώς προσφέρεται ένα βιβλίο, ένα κείμενο λόγου, μια φωτογραφία κτλ.: Στη δεύτερη σελίδα υπήρχε μια θερμή ~. Kάτω από τον τίτλο του ποιήματος υπάρχει μια ~ σε κάποιο άγνωστο για μας πρόσωπο.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀφιέρω(σις) -ση· 2: σημδ. γαλλ. dédicace & αγγλ. dedication]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιέρωση [afiérosi] η, (L)
- ① act or process of appropriating to a deity (saint etc), dedication, consecration (syn ανάθεση 2)
- ② act or result of setting apart for some purpose, appropriating, devoting:
- πολλές από τις εργασίες αυτές .. θα απαιτούσαν την ~ ειδικού σημειώματος (Varikas) |
- ιδού τρεις λόγοι, που δικαιολογούν αρκετά την ~ ενός ειδικού κεφαλαίου (Papatsonis)
- ③ message prefixed or attached to an artistic (literary, musical etc) piece expressing esteem or affection for a person or cause, dedication (syn αφιέρωμα 2):
- έμμετρη ~ |
- βιβλίο με ιδιόχειρη ~ του συγγραφέα |
- έγραψε μιαν ~ πάνω στο πρόγραμμα της συναυλίας |
- μια φωτογραφία του στρατηγού βασιλιά με αυτόγραφη ~ (Myriv)
[fr kath αφιέρωσις ← postmed (Somavera), MG ← PatrG, K, der of ἀφιερῶ]