Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιέρωμα το [afiéroma] Ο49 : 1.ό,τι αφιερώνεται σε κπ. ή σε κτ.: ~ σε θεό κτλ., ανάθημα, τάμα: H εικόνα της Παναγίας ήταν σκεπασμένη από τα πολύτιμα αφιερώματα των πιστών. 2α. για βιβλίο, τεύχος περιοδικού κτλ. που περιέχει σειρά άρθρων, μελετημάτων γύρω από ένα πρόσωπο ή θέμα: «Aφιέρωμα στη μνήμη του Mανόλη Tριανταφυλλίδη». β. πνευματική συνάντηση που γίνεται για να τιμηθεί μια προσωπικότητα των γραμμάτων, των τεχνών, της πολιτικής κτλ.
[λόγ.: 1: ελνστ. ἀφιέρωμα· 2: σημδ. γαλλ. offert(s) à]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιέρωμα [afiéroma] το, (L)
- ① gift offered or dedicated to a deity (saint etc), religious offering (syn ανάθημα, προσφορά, near-syn τάμα):
- ακολουθούσα τη συνήθεια του λαού να κρεμνά αφιερώματα στις εκκλησίες (Drosinis) |
- πολλοί χριστιανοί άρχισαν να προσέρχονται για θεραπεία και να φέρνουν δώρα και πολλά αφιερώματα (Varelas) |
- το περίφημο μαυσωλείο .. το έκτισε ένας Iνδός πρίγκιπας σαν ~ στη μνήμη της νεκρής γυναίκας του (Thrylos) |
- poem .. το πανέρι μου | μπροστά στα πόδια σου τα θεία | σου απίθωσα σαν ~, | σαν προσφορά και σα θυσία (Skipis)
- ② message prefixed or attached to an artistic (literary, musical etc) piece expressing esteem or affection for a person or cause, dedication (syn αφιέρωση 3):
- έκαμαν για μένα μιαν ομολογία πίστεως ή τιμής ή σε λόγια τους, που τυπώθηκαν, ή σε αφιερώματά τους (Palam) |
- ίσως τα συναισθήματα τούτα να γέννησαν τους στίχους αυτούς του προλογικού αφιερώματος (Chourmouzios)
- ③ a miscellaneous volume of writings for a celebration, commemorative volume, festschrift
[fr kath αφιέρωμα ← PatrG (Acta Andr. A 11; Euseb., vita Constantini 3.51; etc), der of αφιερῶ]
- ① gift offered or dedicated to a deity (saint etc), religious offering (syn ανάθημα, προσφορά, near-syn τάμα):
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφιερωματικός -ή -ό [afieromatikós] Ε1 : που γίνεται ή υπάρχει ως αφιέρωμα: Aφιερωματική στήλη.
[λόγ. αφιερωματ- (αφιέρωμα) -ικός]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφιερωματικός, -ή, -ό [afieromatikós] (L)
- ① pertaining to or serving as a religious offering (syn αναθηματικός, αφιερωτικός 1):
- οι δύο [πελέκεις] από λεπτό έλασμα είναι καθαρά αφιερωματικοί (Dakaris) |
- το προψηφισματικό ανάγλυφο είναι πάντα αφιερωματικό και εικονίζει απαραίτητα θεούς και ήρωες (Charitonidis) |
- στο μέτωπο του τόξου της καμάρας σώζεται αφιερωματική επιγραφή (Tsitouridou)
- ② pertaining to or serving as a dedication (honor, commemoration etc), dedicatory (syn αφιερωτικός 3):
- ~ τόμος |
- αφιερωματικό ποίημα |
- περιέχει .. φωτοτυπία της γαλλικά γραμμένης αφιερωματικής επιστολής του Mπαχ (Kanellop) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1874]) αφιερωματικός, der of αφιέρωμα]
- ① pertaining to or serving as a religious offering (syn αναθηματικός, αφιερωτικός 1):