Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφθονία η [afθonía] Ο25 : ποσότητα πραγμάτων μεγαλύτερη από όση χρειάζεται· υπερεπάρκεια. ANT έλλειψη: ~ αγαθών / από αγαθά. ~ υλικών μέσων. Yπάρχω σε ~, αφθονώ. Tο τελευταίο καλοκαίρι είχαμε ~ από φρούτα. H κοινωνία της αφθονίας, η καταναλωτική κοινωνία.
[λόγ. < αρχ. ἀφθονία]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφθονία η.
-
- Πλήθος:
- (Δούκ. 1917).
[αρχ. ουσ. αφθονία. H λ. και σήμ.]
- Πλήθος:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθονία [afθonía] η, (L)
- great number or quantity of, abundance, surplus, profusion, plenitude (syn απειρία2 2, περίσσεια [kath], πλήθος, πληθώρα):
- ~ νερού, ξύλου, χρυσαφιού |
- ~ γεωργικών προϊόντων |
- ~ επιστημόνων, εργατών |
- ~ από ποικιλώνυμες φορολογίες |
- αστείρευτη, ψυχική ~ |
- κοινωνία της αφθονίας affluent society |
- κέρας αφθονίας phr horn of plenty, cornucopia (syn phr κέρας Aμαλθείας) |
- με κίνδυνο να δείξει στους διαβάτες όλη την ~ του στήθους της, άνοιξε τα παραθυρόφυλλα (Karyotakis) |
- όταν ήμουν νεότερος, έγραφα εύκολα και με αρκετή ~(Theotokas) |
- την ~ της λογοτεχνικής εργασίας .. την έβλεπε εχθρό της ποιότητας (Charis) |
- όλα τα σύμβολα, .. που με ~ χρησιμοποιεί ο συγγραφέας, αυτή την προσπάθεια υπηρετούν (Sachinis) |
- poem .. η ατμόσφαιρα είναι βαριά από φτηνή | κολόνια, καπνούς | και σεξουαλική αφθονία (Livaditis)
[fr kath αφθονία ← PatrG (4th c.) ← K (also pap, 4th c. AD), AG (Empedocles, Teleclides, Plato+), der of άφθονος]
- great number or quantity of, abundance, surplus, profusion, plenitude (syn απειρία2 2, περίσσεια [kath], πλήθος, πληθώρα):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφθονιακός, -ή, -ό [afθoniakós] (L)
- characterized by abundance, plethoric, abounding (syn πληθωρικός):
- είναι .. η αφθονιακή σε παλμό λυρικό, σε ρυθμούς και σε αρμονίες ποιητική συλλογή (Chatzinis)
[neol, der of αφθονία]
- characterized by abundance, plethoric, abounding (syn πληθωρικός):