Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφθαρσία
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφθαρσία η [afθarsía] Ο25 : η ιδιότητα του άφθαρτου: H ~ της ψυχής, η αθανασία, η αιωνιότητα. Ο νόμος της αφθαρσίας της ύλης του Λαβουαζιέ. (έκφρ.) μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, στο αποφασιστικό, καθοριστικό σημείο για την εξέλιξη μιας κατάστασης.

[λόγ. < ελνστ. ἀφθαρσία]

[Λεξικό Κριαρά]
αφθαρσία η.
  • (Θρησκ.) έλλειψη φθοράς, αθανασία, αιωνιότητα:
    • βάπτισμα, χάρισμα αφθαρσίας (Φυσιολ. B 417).

[μτγν. ουσ. αφθαρσία. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφθαρσία [afθarsía] η, (L)
  • ① indestructibility, incorruption, imperishability (syn το άφθαρτο 2, ant φθορά):
    • phys~ της ενέργειας και της ύλης conservation of energy and matter (syn διατήρηση) |
    • αφού γίνει ό,τι επιβάλλεται για να εξασφαλιστεί η ~ του, πρέπει να προφυλαχτεί το λείψανο από ανίερα χέρια (Theotokas) |
    • τ' άσπρα σπιτάκια, οι λουλακιές εκκλησιές είναι μια μορφή αφθαρσίας· είναι ακίνητα καθώς η αιωνιότητα (Panagiotop)
  • ② L phr μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (& D ανάμεσα στη φθορά και στην ~) between life and death, under threat of destruction (syn phr μεταξύ ζωής και θανάτου):
    • η χώρα παλεύει μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας

[fr kath αφθαρσία ← postmed, ByzG ← PatrG, K]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες