Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφησμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
αφησμός ο.
  • Tο να αφήνει, να εγκαταλείπει κανείς κ.:
    • (Πεντ. Έξ. XXIII 5).

[<αόρ. του αφήνω + κατάλ. μός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες