Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηρημένος
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφηρημένος -η -ο [afiriménos] Ε3 : 1.(για πρόσ.) που έχει αφαιρεθεί ή που αφαιρείται συχνά, που έχει στραμμένη την προσοχή του σε κτ. άλλο και όχι σε ό,τι κάνει ή γίνεται: ~ καθώς ήμουν δεν το κατάλαβα πότε έφυγε. Πρόσεχέ την μην κάνει καμιά ζημιά, γιατί είναι πολύ αφηρημένη. Kοίταζε με αφηρημένο βλέμμα. 2. που αναφέρεται στην ποιότητα και στις σχέσεις των πραγμάτων και όχι στα ίδια τα πράγματα: H παραβολή χρησιμοποιεί τη γλαφυρή γλώσσα του συγκεκριμένου, για να μεταδώσει αφηρημένα διδάγματα. Aφηρημένες επιστήμες, μαθηματικά, λογική, μεταφυσική κτλ. Aφηρημένες έννοιες, που δεν εκφράζουν κάτι το πραγματικό ή συγκεκριμένο. Aφηρημένα ουσιαστικά, που δηλώνουν ιδιότητα των πραγμάτων, όχι τα ίδια τα πράγματα. Aφηρημένοι αριθμοί, που εκφέρονται απόλυτα χωρίς η ποσότητα που δηλώνουν να αναφέρεται σε πράγμα. Aφηρημένη τέχνη, καλλιτεχνικό ρεύμα του εικοστού αιώνα που αρνείται να αναπαραστήσει τον εξωτερικό κόσμο.

[λόγ. μππ. του αφαιρούμαι μτφρδ. γαλλ. distrait (διαφ. το ελνστ. ἀφFηρημένον `όνομα που έχει υποστεί αφαίρεσηI5΄)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηρημένος1 [afiriménos] ο,
  • absent-minded person:
    • μεταξύ των πρώτων ακουσίων εμπρηστών της γόπας την πρώτη θέση κατέχει ο ~ (Melas) |
    • μερικοί αφηρημένοι ψάχνουν για να βρουν τα γυαλιά τους, ενώ τα φορούν (Kontogiannis)

[substantiv. m of αφηρημένος2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηρημένος2, -η, -ο [afiriménos] (& αφαιρεμένος)
  • ① absent-minded, absent, inattentive (syn απολησμονημένος 2, αποξεχασμένος 2):
    • ~ οδηγός, φρουρός |
    • αφηρημένη ματιά, όψη |
    • αφηρημένο ύφος, χαμόγελο |
    • αποκρίνεται, κοιτάζει, μουρμουρίζει ~ |
    • φαίνεται ~ |
    • τα έκανε όλα με μηχανικές, αφηρημένες κινήσεις (Venezis) |
    • ~ όπως ήταν, δεν είδε το σκύλο να βγαίνει απ' το διπλανό σοκάκι (DOikonomidis) |
    • αφαιρεμένος στη διήγησή του, δεν είδε τα χαμόγελα ούτε τα κρυφονοήματά τους (Karkavitsas) |
    • έριχνε ~ τη ματιά του μακριά (Myriv) |
    • poem μ' ένα λουλούδι παίζει αφαιρεμένη (Malakasis)
  • ② (L) not pertaining to specifics or particularities, abstract, inconcrete, general, theoretical (ant συγκεκριμένος):
    • ~ ιστορισμός, μυστικισμός, νόμος, στοχασμός, συμβολισμός |
    • αφηρημένη γενικότητα, έννοια, θεωρία |
    • αφηρημένες αρετές, μορφές |
    • αφηρημένο δόγμα, σύνθημα, σχήμα |
    • math~ αριθμός abstract number |
    • math αφηρημένη άλγεβρα abstract algebra |
    • αφηρημένη επιστήμη abstract science, pure science (ant εφαρμοσμένη επιστήμη) |
    • lang, philos αφηρημένη λέξη abstract word |
    • κανείς ας μην κατηγορήσει τον ποιητή, πως μεταχειρίζεται αφηρημένα νοήματα εκεί που ο στίχος θέλει το χειροπιαστό (Palam) |
    • η επιστήμη αποξενώνεται από τη ζωή κι ενδιαφέρεται μόνο για την αφηρημένη γνώση (Evelpidis) |
    • δεν είναι δυνατόν να μεταβάλομε σε βιώματα τις νοητικές αφηρημένες σχέσεις, που υπάρχουν μέσα στη φυσική επιστήμη (Theodorakop) |
    • κανένα σχεδόν τραγούδι σ' αυτήν τη συλλογή δεν είναι σύλληψη αφαιρεμένη· αναφέρονται σε περιστατικά πραγματικά (Melas)
  • ⓐ art abstract, schematic, non-figurative, non-representational (syn ανεικονικός):
    • αφηρημένη εικόνα, ζωγραφική, σκηνογραφία, τέχνη, φόρμα |
    • αφηρημένα γεωμετρικά σχήματα |
    • έχουμε την τάση να υποτιμούμε τη χαρά που φέρνουν στον αρχαίο κόσμο τα αφηρημένα σχέδια και να υπερτιμούμε τις εικονικές παραστάσεις (Tas. Christidis) |
    • με τρόπο σχηματικό, αρκετά αφαιρεμένο, ο ζωγράφος δίνει εδώ το θέαμα ενός αεροπορικού βομβαρδισμού (Theotokas)

[fr MG (CGL), K (also pap) ἀφηρημένος of pass pf & mi pf ἀφήρημαι of ἀφαιρῶ/ἀφαιροῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες