Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηρημένη
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφηρημένη [afiriméni] η,
  • absent-minded woman:
    • πολλές φορές έκανε τη σκεφτική, την ~, για να μη νομίζει ο πατέρας της πως ήταν τόσο πια αναίσθητη (Xenop)

[substantiv. f of αφηρημένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες