Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηρημένα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφηρημένα [afiriména] adv (& αφαιρεμένα)
  • ① absentmindedly, absently, inattentively:
    • ακούει, κοιτάζει, μιλάει, οδηγάει, ρωτάει ~ |
    • τ' αντιπαρέρχεται κανείς κάπως ~, όπως θα γύριζε τις σελίδες ενός παλιού ιστορημένου βιβλίου (Ouranis) |
    • χτυπούσε ~ το τζάμι με τα δάχτυλά της (Vasilikos) |
    • με κοίταξε αφαιρεμένα, σα να έλειπε ο νους από το κεφάλι του (Karkavitsas) |
    • μου χαμογελάει ~, φιλικά (Terzakis)
  • ② (L) in the abstract, in abstracto, abstractly (ant συγκεκριμένα):
    • ο πεζός άνθρωπος βλέπει την πραγματικότητα ~ και σχηματικά (Theodorakop) |
    • ικανότητα να δίνει στις έννοιες ορισμένο, ~ συλληπτό νόημα (Tatakis) |
    • τους στοχασμούς που του γεννιούνται .. δεν τους εκφράζει ~ και απρόσωπα, αλλά με το συγκεκριμένο και το χειροπιαστό (Sachinis) |
    • κάθε θεωρητική ή πρακτική θέση δεν κρίνεται ποτέ ~, αλλά μέσα σε μια πολύ προσδιορισμένη ιστορική πραγματικότητα (Dizikirikis)

[der of αφηρημένος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες