Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφηρημάδα η [afirimáδa] Ο26 : α.η κατάσταση του αφηρημένου ανθρώπου, η έλλειψη προσοχής, πνευματικής συγκέντρωσης σε κτ. που γίνεται ή λέγεται: Aπό ~ ξέχασε τα κλειδιά. Mέσα στην ~ του δεν πρόσεξε τη γυναίκα του που μπήκε στο γραφείο. β. η ιδιότητα εκείνου που αφαιρείται συχνά: H ~ του δεν περιγράφεται. γ. πράξη, λάθος ή παράλειψη που οφείλεται σε αφηρημάδα: Kάνω αφηρημάδες.
[αφηρημ(ένος) -άδα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηρημάδα [afirimá∂a] η, (& αφαιρεμάδα)
- lack of mental concentration, absent-mindedness, inattention (syn αποχάζεμα, ant προσήλωση):
- ασυγχώρητη, βαθιά ~ |
- ποιητική ~ |
- συνήλθε από την ~ του, άφησε στη μέση τις σκέψεις του (Xenop) |
- μια κάποια ~ του έδειχνε ίσα ίσα πως τον απασχολούσαν έμμονες σκέψεις (Prevelakis) |
- μια απλή στραβοτιμονιά ή ~ φτάνει για να φέρει την καταστροφή (SPapadimitriou) |
- καμιά αφαιρεμάδα, καμιά ελάφρωση της σκέψης δεν επιτρέπεται (Theotokas)
[neol (Koumanoudis 1887), der of ppp stem αφηρημ- (of αφηρημένος2) w. suff -άδα]
- lack of mental concentration, absent-mindedness, inattention (syn αποχάζεμα, ant προσήλωση):