Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηνιασμένος, -η, -ο [afiniazménos]
- ① having bolted, wild, uncontrollable, runaway:
- κάλπαζαν αληθινά άτια αφηνιασμένα από κοντά του (Sardelis) |
- ένας ~ ελέφαντας τον σκότωσε (Venezis) |
- μερικά πτώματα δείχνουν απάνω τους σημάδια δαγκώματος, από λύσσα κάποιου αφηνιασμένου κτήνους (ChZalokostas) |
- εκδικιέται σαν αφηνιασμένη γκαμήλα (Tsirkas)
- ② fig unrestrained, wild, uncontrollable (syn αποχαλινωμένος):
- ~ ρομαντισμός |
- αφηνιασμένο παραλήρημα |
- αφηνιασμένα κύματα |
- η μηχανή περνούσε αφηνιασμένη απ' τη σιδεροστρωσία (Lountemis) |
- γύρω της χόρευαν ξεστήθωτοι αφηνιασμένοι Iταλοί κι Iταλίδες (Venezis) |
- χάνονται μες στην αφηνιασμένη θάλασσα, που άφριζε (Zappas) |
- κυλίστηκε σ' αγκαλιές αφηνιασμένες (Terzakis)
- ⓐ raging, frenzied, amok, furious (syn μανιασμένος):
- εγύρισε πίσω .. σπαθοκοπώντας τον άνεμο με το αφηνιασμένο μπαστούνι του (Papantoniou) |
- έξω κουφόβραζε η φοβέρα ενός αφηνιασμένου όχλου (Delmouzos) |
- οι αφηνιασμένες κραυγές του, οι αφορισμοί του, η λύσσα του έπεφταν σε δικαίους και αδίκους (Venezis)
[ppp of αφηνιάζω]
- ① having bolted, wild, uncontrollable, runaway: