Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηνίασμα [afiníazma] το, (L)
- ① = αφηνίαση η 1
- ② fig = αφηνίαση η 2:
- ερωτικό ~
- ⓐ fury, rage, frenzy (syn μανία):
- poem .. ένα φύλλο ξερό το παίρνει | του καταρράχτη το ~ (Pavleas)
[neol, der of αφηνιάζω]