Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηνίασμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνίασμα [afiníazma] το, (L)
  • ① = αφηνίαση η 1
  • ② fig = αφηνίαση η 2:
    • ερωτικό ~
  • ⓐ fury, rage, frenzy (syn μανία):
    • poem .. ένα φύλλο ξερό το παίρνει | του καταρράχτη το ~ (Pavleas)

[neol, der of αφηνιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες