Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηνίαση
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφηνίαση [afiníasi] η, (L)
  • ① act of running wildly or uncontrollably, bolting (syn αφηνίασμα 1, αφηνιασμός 1)
  • ② fig lack of restraint or control, unruliness, wildness (syn αποχαλίνωση, αφηνίασμα 2, αφηνιασμός 2, μανία)

[fr kath αφηνίασις ← ByzG (Hierocles+; 5th c.) 'refusal to obey the reins', der of αφηνιάζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες