Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφηγούμαι [afiγúme] Ρ10.9β : παρουσιάζω, εκθέτω, σε συνεχή προφορικό λόγο και κατά τη χρονική ή λογική σειρά της εντύπωσης ή δημιουργίας, ό,τι έπεσε στην αντίληψή μου άμεσα ή έμμεσα, ό,τι αποτελεί τις σκέψεις ή τα συναισθήματά μου· διηγούμαι, εξιστορώ: Mας αφηγήθηκε την περιπέτειά του με κάθε λεπτομέρεια.
[λόγ. < αρχ. ἀφηγοῦμαι (λαϊκό αφηγιέμαι)]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφηγούμαι· ?εφηγούμαι· υφηγούμαι· ’φηγούμαι.
-
- Διηγούμαι, εξιστορώ:
- (Iμπ. 727).
- Tο ουδ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ. = αφήγηση:
- θέλω να το σκολάσω τούτο το αφηγούμενο (Xρον. Mορ. P 1200).
[αρχ. αφηγέομαι. T. σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- Διηγούμαι, εξιστορώ:
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηγούμαι [afiγúme] (& region. αφηγιέμαι) αφηγείται, ipf αφηγούμουν, aor αφηγήθηκα (subj αφηγηθώ), pf & plupf έχω-είχα αφηγηθεί, (L)
- narrate, relate, recount, tell (syn διηγούμαι, εξιστορώ):
- αφηγείται γεγονότα, κατορθώματα, περιπέτειες |
- ~ μια σκηνή, φιλονικία |
- ~ απλά |
- ~ με λεπτομέρειες |
- folkt η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της (Megas) |
- ίδρυσαν νέους οικισμούς στο εσωτερικό, όπως μας αφηγούνται οι .. παραδόσεις (Vacalop) |
- μας αφηγείτο τις προάλλες πώς άρχισε να γράφει (Venezis) |
- στις καμάρες και στα τόξα μια θρησκεία αφηγείται με εικόνες τα πάθη του θεού της (MChatzidakis) |
- ήταν .. ένα από τα τριανταέξι πρόσωπα, που είχαν αφηγηθεί τις ιστορίες (Kanellop) |
- folks. φάτε και πιέτε, φίλοι μου, κι εγώ σας αφηγιέμαι (DPetrop)
[fr postmed & ByzG αφηγούμαι ← PatrG, K, AG, cpd of ἀφ- & (tm)γοῦμαι; cf αφηγητέον, διηγούμαι, αδιήγητος, διηγητέον etc]
- narrate, relate, recount, tell (syn διηγούμαι, εξιστορώ):