Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφηγητής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφηγητής ο [afijitís] Ο7 θηλ. αφηγήτρια [afijítria] Ο27 : αυτός που αφηγείται κτ.: Είναι θαυμάσιος ~. || (ειδικότ.) αυτός που εκφωνεί, απαγγέλλει τα αφηγηματικά μέρη κατά την παράσταση ενός δραματικού (θεατρικού, ποιητικού, μουσικού κτλ.) έργου.

[λόγ. αφηγη- (αφηγούμαι) -τής (διαφ. το ελνστ. ἀφηγητής `οδηγός΄)· λόγ. αφηγη(τής) -τρια]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφηγητής [afiyitís] ο, (L)
  • narrator, storyteller (syn διηγητής):
    • λαϊκός, προφορικός ~ |
    • γοητευτικός, ευχάριστος, λυρικός, πρωτότυπος, χαριτωμένος ~ |
    • ~ του βιβλίου, του παραμυθιού |
    • ορατόριο για αφηγητή και χορωδία |
    • είναι ο πιο χαρακτηριστικός .. ~ της ιστορίας και της ζωής του καιρού του (Kanellop) |
    • καινούργιοι αφηγητές προσθέταν, αφαιρούσανε, τις κάναν θρύλουν τις ιστορίες του (Kastanakis) |
    • ο ~ είναι ελεύθερος στη διατύπωση, αλλά δεσμευμένος από τη δοξασία (Loukatos) |
    • in adj function ένα τρίτο επίπεδο μέσα στο ποίημα ορίζει ο ~ Kαβάφης (Maronitis)

[fr kath αφηγητής ← MG (Hesych.), PatrG 'leader, guide', der of AG ἀφηγοῦμαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες