Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφηγηματικότητα η [afijimatikótita] Ο28 : η ικανότητα κάποιου να αφηγείται, το σύνολο των προτερημάτων που πρέπει να έχει μια καλή, τέλεια αφήγηση.
[λόγ. αφηγηματικ(ός) -ότης > -ότητα]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφηγηματικότητα [afiyimatikόtita] η, (L)
- ① narrative form or quality:
- η μονοτονία αυτή επαυξάνεται από την ~ των ποιημάτων (Dimaras) |
- άλλος τρόπος που μπαίνει η πράξη στην ποίηση· την ~ την αντικαθιστά ο τραγικός λόγος (Tsatsos) |
- η ραψωδιακή ~ του έπους το καθιστά ένα υλικό απρόσφορο για θεατρική δομή (Katrakis, adapted)
- ② narrative skill (syn διηγηματικό) [fr kath (neol:
- Koumanoudis
[1895]) αφηγηματικότης, der of αφηγηματικός w. suff -ότης; cf διακριτικότης, ηθικ-, λογικ-, φορτικότης (Aristotle) etc]
- ① narrative form or quality: