Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφετηρία
5 εγγραφές [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφετηρία η [afetiría] Ο25 : α.το τοπικό σημείο από το οποίο ξεκινά κάποιος ή κτ. για να κάνει μια διαδρομή· η αρχή μιας διαδρομής. ANT τέρμα: H ~ των αστικών λεωφορείων. H ~ ενός δρόμου / μιας λεωφόρου. H γραμμή αφετηρίας, από όπου γίνεται η εκκίνηση σε ένα άθλημα δρόμου, η βαλβίδα 2. β. (μτφ.) ό,τι αποτελεί την πρώτη και καθοριστική αρχή ή αφορμή μιας δραστηριότητας, μιας σειράς ενεργειών, μιας εξέλιξης: H ~ μιας σειράς συλλογισμών / σκέψεων. H ~ μιας συζήτησης. ANT απόληξη. Οι εκλογές αποτέλεσαν την ~ νέων πολιτικών ανακατατάξεων.

[λόγ. < ελνστ. ἀφετηρία]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφετηρία [afetiría] η, (L)
  • ① starting point or line in races, starting post, start (syn άφεση 4, βαλβίδα):
    • poem .. κόψαμε | με μια απότομη κίνηση του χεριού | το νήμα της αφετηρίας (Geranis)
  • ② starting point, start (syn phr σημείο εκκινήσεως, near-syn απαρχή 1, αρχή 1b):
    • ~ του αγώνα, της ζωής, της ιστορίας |
    • η παρατηρητικότητα του αξιωματικού ήταν η ~ για την εξιχνίαση της υπόθεσης |
    • το Σιδάρι είναι και ~ για ένα ταξιδάκι προς τα τρία γραφικά νησάκια της Kέρκυρας (Varelas) |
    • ~ του σύγχρονου πολιτισμού του τόπου είναι η επανάσταση του Eικοσιένα (Theotokas, adapted) |
    • η ιστορία οργανώνει το παρελθόν με ~ το παρόν (Evelpidis)
  • ⓐ specif departure point or station of public transportation vehicles (ant τέρμα):
    • με συνόδεψε ως την ~ των λεωφορείων για τα Γεροσόλυμα (Tsirkas)
  • ③ point of departure (in discussion, study etc), starting-point:
    • ~ για σκέψεις |
    • ~ της έμπνευσης |
    • το ακόλουθο ποίημα του K. ~ του έχει μια φιλοσοφική διδαχή (Papanoutsos) |
    • ~ του φιλολόγου είναι το κείμενο (Tatakis) |
    • η ~ απόψεων μπορεί να είναι διαφορετική, αλλά το συμπέρασμα το ίδιο (Chatzinis)
  • ⓑ origin, basis, root, source (syn βάση, πηγή, ρίζα):
    • ~ του ποταμού |
    • ~ της θρησκείας, της τέχνης, της ύπαρξης |
    • οι άνθρωποι πάντα θέλουν να ξέρουν τη γενιά τους, το παρελθόν τους, την ~ τους (Poulianos) |
    • οι εμπειρίες των παιδιών είναι η ~ και το υπόβαθρο της νέας νεότητας (Geros) |
    • η Kεϋνσιακή θεωρία .. μπορεί να χρησιμεύσει σαν ~ με μια πολιτική, που έχει σκοπό της την πλήρη απασχόληση (Angelop) |
    • ανεξάρτητα από πιο παλιές ή πιο ανατολικές αφετηρίες, η άμεση προέλευση του [Kαραγκιόζη] είναι τουρκική (Dimaras)
  • ④ math magnitude or relation fr which other magnitudes or relations can be deduced, datum

[fr kath αφετηρία ← PatrG, K (IG 2758, III D5; also pap) ἀφετηρία (sc γραμμή), substantiv. f of ἀφετήριος (Anth.P.+)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφετηριακά [afetiriaká] adv (L)
  • at the starting-point (near-syn αρχικά):
    • να κατανοήσουμε ~τη βιβλική αντίληψη περί του ανθρώπου

[der of αφετηριακός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφετηριακός -ή -ό [afetiriakós] Ε1 : που αναφέρεται, έχει σχέση με την αφετηρία, την αρχή: Aφετηριακό πρόβλημα. αφετηριακά ΕΠIΡΡ εξαρχής.

[λόγ. αφετηρί(α) -ακός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφετηριακός, -ή, -ό [afetiriakós] (L)
  • ① of or pertaining to a starting-point, initial, original (syn αρχικός 1):
    • ~ μονοθεϊσμός |
    • αφετηριακή θέση |
    • αφετηριακές προϋποθέσεις |
    • ο θρίαμβος του Λούνικ II .. είναι το αφετηριακό γεγονός μιας καινούργιας εποχής της επιστήμης (Despotop) |
    • να έχουν τις ίδιες αφετηριακές δυνατότητες για την ανάπτυξη της οικονομικής τους δραστηριότητας (Kasimatis) |
    • το χαρακτικό τούτο έργο .. συνιστά ένα αφετηριακό σημείο για τη διερεύνηση του εικονογραφικού τύπου (Pallas) |
    • ο καθορισμός του ποσοστού ανόδου δεν αποτελεί αφετηριακό παράγοντα για τον οικονομικό προγραμματισμό (Zachareas)
  • ② primary, ultimate, original, basic (syn αρχικός 2, πρωταρχικός):
    • δύο αντιφατικά μεταξύ τους συμπεράσματα .. προβάλλονται με αδήριτη λογικήν αναγκαιότητα από κάποιες αφετηριακές αρχές (Papanoutsos) |
    • αναθεώρηση και αποσαφήνιση των πρώτων, των αφετηριακών εννοιών (id.)

[fr kath (neol) αφετηριακός, der of αφετηρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες