Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφεντικό
6 εγγραφές [1 - 6]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφεντικό το [afendikó] Ο38 : 1.(προφ.) το πρόσωπο κάτω από τις διαταγές του οποίου εργάζεται κάποιος, ο εργοδότης ή ο προϊστάμενος: Aλλάξαμε ~ στη δουλειά. || (λαϊκ., οικ., ως προσφών.) κύριε. 2. αφέντης: Δε βάζω ~ στο σπίτι μου / στο κεφάλι μου.

[ουσιαστικοπ. ουδ. του επιθ. αφεντικός]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντικό [afendikό] το,
  • ① lord, master (syn αφέντης 1):
    • η κοινωνία .. ήταν αυστηρά χωρισμένη σε τάξεις κι είχε αφεντικά και σκλάβους (Theodoridis) |
    • poem το ~ ψηλά στον ουρανό σηκώνει τη βουκέντρα (Kazantz Od 18.62) |
    • του τόπου εσείς αφεντικά, το κρίμα είναι δικό σας! (Athanas)
  • ⓐ master, boss, owner (syn αφέντης 1b):
    • τ' αφεντικά σκοπεύουν να δυναμώσουν πιο πολύ το φαρμακείο και πρέπει να πάρουν ένα βοηθό (Glezos) |
    • στο σπίτι πλάγι βρίσκονταν αρκετά μαγαζιά· φώναζαν ολημερίς τα αφεντικά τους (Koulouris) |
    • poem και στον ίδρο το δικό σου | γίνε συ τ' αφεντικό (Varnalis) |
    • ας ουρλιάζει σαν σκυλί χωρίς ~ μες στο σκοτάδι (Pavleas)
  • ⓑ employer, boss (syn αφέντης 1c):
    • folkt εγώ .. είμαι τ' ~ του παιδιού, που σ' έφερε (Megas) |
    • αναδείχθηκε ικανότατος διαπραγματευτής των παραγγελιών του αφεντικού του (Kanellop) |
    • το ~ της την έστειλε για κάποια δουλειά στο εργοστάσιο των τορπιλών (Karagatsis) |
    • δεν τα κατάφερε όμως, πενήντα χρόνια ~, να μαλώσει μ' ένα δουλευτή του (ThKornaros)
  • ② in voc, mode of respectful address sir, boss, mister, (Br) governor (near-syn άρχοντα, αφέντη):
    • να τα πούμε, ~; request for permission to sing the carols
  • ③ cap name of Byzantine church in Mystras:
    • το μοναστήρι .. είχε μεγάλη βιβλιοθήκη κι η εκκλησία του, το Aφεντικό, είναι θάμα αρχιτεχτονικής (Kazantz) |
    • η τοιχογραφία του αφεντικού στο Mυστρά ανήκει στην τέχνη της πρωτεύουσας (Pallas)

[fr postmed αφεντικό, substantiv. n of αφεντικός2]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφεντικός ο [afendikós] Ο17 θηλ. αφεντικίνα [afendiína] Ο26 : (στις περιπτώσεις που θέλουμε να τονίσουμε ή απλώς να δηλώσουμε το φύλο) αφεντικό. || (θηλ.) και για τη σύζυγο του αφεντικού.

[ουσιαστικοπ. αρσ. του επιθ. αφεντικός· αφεντικ(ό) -ίνα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφεντικός -ή -ό [afendikós] Ε1 : (λαϊκότρ.) που ανήκει ή που ταιριάζει σε αφέντη· αφεντάδικος.

[μσν. αφεντικός < αφέντ(ης) -ικός ή < ελνστ. αὐθεντικός `που έχει κύρος΄ (κατά το αυθέντης > αφέντης)]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντικός1 [afendikós] ο,
  • ① = αφεντικό το 1:
    • poem κι ο νιος ~ ξυπνάει, γυρνάει, το ταίρι του αγκαλιάζει (Kazantz Od 14.839)
  • ② = αφεντικό το 1b:
    • ~ του μαγαζιού, του χωραφιού |
    • ~ του μουλαριού, του σκυλιού |
    • folkt μια φορά ήταν ένας γάιδαρος πολύ γερασμένος κι ο ~ του ήθελε να τον πετάξει (Loukatos)
  • ⓐ = αφεντικό το 1c:
    • να πεις στον αφεντικό σου .. να μην έχει υπηρεσία κακότροπη σαν κι εσένα (Nakou)

[substantiv. m of αφεντικός2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφεντικός2, -ή, -ό [afendikós]
  • ① of or pertaining to a lord or a master:
    • αφεντικό κτήμα, λιβάδι |
    • αφεντικά πρόβατα |
    • αφεντικά δικαιώματα
  • ② pertaining to or characteristic of a lord, lordly, stately, grand (near-syn αρχοντικός):
    • ~ γάμος |
    • αφεντική ζωή |
    • αφεντικό σπίτι |
    • ο Φ., ~ αγάς, κυρίευε δωπέρα (Vlachogiannis) |
    • poem και ανεμίζει στο νησί μ' αφεντικό καμάρι | της Bενετιάς το φλάμπουρο κλ (Palam) |
    • κι ο δούλος σώπαινε, μες στην παχιά χωριάτισσα καρδιά του | τις έγνοιες τις ψιλές, αφεντικές, να νιώσει δεν μπορούσε (Kazantz Od 18.997)

[fr postmed, MG αφεντικός ← αυθεντικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες