Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφεντάνθρωπος ο.
-
- Eυγενής άνθρωπος (σε καταγωγή και τρόπους):
- (Mπερτολδίνος 112).
[<ουσ. αφέντης + άνθρωπος. H λ. και σήμ. λαϊκ.]
- Eυγενής άνθρωπος (σε καταγωγή και τρόπους):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφεντάνθρωπος [afendánθropos] ο,
- ① person of distinguished appearance or manners, lordly man (syn αρχοντάνθρωπος 1, ant χωριάτης):
- αν εγώ βγάνω τη σκούφια μου σε τέτοιους παλιανθρώπους, τι λοιπόν πρέπει να κάνω για τον αφεντάνθρωπο τον A.; (Xenop) |
- ήταν ένας ~ ψηλός και ρωμαλέος, αγράμματος, θεοφοβούμενος και πολύ περήφανος (Theotokas) |
- ~ ήταν, με καδένες, προγούλια, χρυσά δαχτυλίδια (Terzakis)
- ⓐ open-handed or generous person (syn αρχοντάνθρωπος 2, κουβαρντάνθρωπος):
- έσερνε ξοπίσω του .. μια φήμη λαϊκού χαροκόπου, αφεντάνθρωπου, που έφαγε μια ζωή ολάκερη στα καφωδεία (Terzakis) |
- οι αφεντάνθρωποι θέλανε .. γάμο, που να μιλάει για χρόνια η πολιτεία (Vlami)
- ② ideal person of superior qualities destined to rule over others, member of a master race, masterful man:
- όλ' αυτά είναι απαράδεχτα για τον αφεντάνθρωπο και την αφεντοφυλή, που πεμπτουσία της είναι ο Γερμανός (Theodoridis) |
- σύμβολα των δυνατών, των σκληρών, των αφεντανθρώπων, που πλάθει [ο ποιητής] με κάποια μακρινή επίδραση του νιτσεϊκού υπερανθρώπου (Melas)
[cpd of combin form αφεντο- & άνθρωπος]
- ① person of distinguished appearance or manners, lordly man (syn αρχοντάνθρωπος 1, ant χωριάτης):