Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφελώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφελώς [afelós] adv (L)
  • ① naïvely, innocently, guilelessly, ingenuously (syn απλοϊκά 1b, near-syn απονήρευτα):
    • ο καημένος ο γέρος, καθώς του φέρνει ο Iακώβ το φαγητό, αφελέστατα απορεί (Stasinop) |
    • εκφράζει τις σκέψεις της για την ομορφιά των μαθητριών της χωρίς προσχήματα και προκατάληψη, ~ (ChZalokostas) |
    • με κοίταξε ~, σα να μη συνέβαινε τίποτα και συνέχισε τη δουλειά του (Tachtsis)
  • ⓐ simplemindedly, naïvely:
    • [το μυστικό] θα μείνει για πάντα κρυμμένο σε όσους θα προσκολληθούν ~ σ' αυτό (Chatzinis) |
    • μου απάντησαν αφελέστατα ότι δεν επρόκειτο για ταραχές, αλλά για απλή έξωση των μοναχικών ταγμάτων από τη χώρα του (Ouranis) |
    • γυρίζαμε στο σπίτι όλο κέφι· ούτε παράπονα ούτε μούτρα, όπως περίμενα ~ (Charitaki) |
    • δημοσιεύετε την επιθυμία σας ~ στις εφημερίδες .. κι είστε βέβαιος πως κανείς δεν ξέρει (AGiannop)
  • ② in a childish or unpolished manner, unskillfully (syn απλοϊκά 2):
    • [η γιγαντομαχία] ~ περιγραφική στον Hσίοδο, στον Oυγκό γίνεται αποκαλυπτική οπτασία (Palam) |
    • ξεχωρίζω τις χαριτωμένες εκρήξεις, ~ κυνικές, της δεσποινίδος Π. (Athanasiadis-N)

[fr kath αφελώς ← K, AG (Theognis 1211; dub. lectio), der of αφελής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες