Παράλληλη αναζήτηση
4 εγγραφές [1 - 4] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- αφελής, επίθ.
-
- Eπιπόλαιος, άστατος:
- (Σφρ., Xρον. 15421).
[αρχ. επίθ. αφελής. H λ. και σήμ.]
- Eπιπόλαιος, άστατος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφελής -ής -ές [afelís] Ε10 : 1.(για πρόσ.) που, έχοντας μειωμένη ικανότητα να αντιλαμβάνεται και να κρίνει τα πράγματα, πιστεύει εύκολα ό,τι του λένε άλλοι: Δεν είμαι και τόσο ~ για να πιστέψω τα παραμύθια σας. || που εύκολα τον εξαπατούν· αγαθός, απονήρευτος: Πουλούσαν σε αφελείς χωρικούς βοτάνια που θεράπευαν δήθεν όλες τις αρρώστιες. 2. (για πράξη, λόγο, σκέψη κτλ.) α. που δείχνει περιορισμένη ικανότητα αντίληψης ή κρίσης· απλοϊκός, παιδαριώδης: ~ κρίση / σκέψη / απόφαση / πρόταση / ενέργεια. ~ ερώτηση και αφελέστερη απάντηση. Πρόσεξε γιατί η απορία του δεν είναι και τόσο ~. β. που δεν έχει επιτήδευση, προσποίηση· απλός, απέριττος: Aφελές ύφος. ~ συμπεριφορά.
αφελώς ΕΠIΡΡ στη σημ. 2α, με τρόπο αφελή, με αφέλεια· απλοϊκά, ανόητα: Σκέπτομαι / αντιδρώ / ενεργώ ~. [λόγ. < αρχ. ἀφελής, ελνστ. ἀφελῶς]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφελής1 [afelís] ο, η, (L)
- ① naïve or guileless person (syn απλοϊκός1):
- δεν ήτανε στην πραγματικότητα παρά χαμόγελο οίκτου προς τον αφελή (Melas) |
- πού να το διανοηθώ, η δυστυχής, η ~, που δεν μου πάει ο νους μου ποτέ στην κακία (Stratou) |
- δίνει εξάλλου αφορμή .. σε χαραχτηρισμούς, .. μάλιστ' από το μέρος των αφελέστερων ή των πονηρότερων, πως μαλλιαρίζει (Palam)
- ② simpleminded or credulous person, dupe (near-syn κορόιδο):
- εύρισκαν την ευκαιρία να εκμεταλλευθούν τους αφελείς διάφοροι απατεώνες (Skouzes) |
- μας διηγήθηκε .. μια απίθανη ιστορία .. που δεν πείθει μήτε τους πιο αφελείς (Sachinis)
[substantiv. m or f of αφελής2]
- ① naïve or guileless person (syn απλοϊκός1):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφελής2, -ής, -ές [afelís] gen αφελούς, (L)
- ① unaffected, simple, natural, unsophisticated (syn απλοϊκός2 2, απλός 4):
- η ομορφιά τους είναι γαλήνια, ο χαρακτήρας τους έχει μια ποίηση αφελή και πρόσχαρη (Ouranis) |
- μας χαμογελά ένα συμπαθέστατο κορίτσι εκείνο το αφελές και τρισχαριτωμένο γέλιο του βορρά (Athanasiadis-N) |
- μαζί με τους τρόπους του κι η ενδυμασία του έγινε απλούστερη, αφελέστερη (Xenop) |
- ευκαιρίες ήταν όλα αυτά .. για το φλερτάκι, .. όπως γινότανε σ' εκείνους τους αφελέστατους καιρούς (Petsalis)
- ② naïve, innocent, guileless, ingenuous, good-natured (syn απλοϊκός2 2b, near-syn απονήρευτος):
- ~ αυθορμητισμός |
- ~ αυταρέσκεια, κατάπληξη, σάτιρα, χάρη |
- είναι αδύναμοι να παίξουν ένα τέτοιο παιχνίδι οι αγαθοί, αφελέστατοι γιωταχήδες |
- γελούσε σαν παιδί με τα καμώματα των αντρών, που της φαίνονταν κωμικά και τα διηγόταν με αφελή κυνισμό (Myriv) |
- βλέπει τους συμμαθητές του να διακωμωδούν με τις φάρσες τους τον αφελή πατέρα του (Papanoutsos) |
- ούτε και οι γονείς μου θα ξέρανε τέτοιες λεπτομέρειες, έτσι αφελείς και ανήξεροι που ήταν σε κάτι τέτοια (Petsalis) |
- εγώ ήμουν ένας ~ ερωτευμένος κι αυτή πολύ περισσότερο γυναίκα απ' ό,τι φανταζόμουν (Charitaki)
- ⓐ simpleminded, naïve, frivolous, unphilosophic:
- ~ ιδεαλιστής |
- ~ ρομαντισμός, υλισμός |
- ~ αντίληψη, αυτοπεποίθηση, ερώτηση, νοοτροπία |
- τα βαλκανικά κράτη ωστόσο μένουν ασάλευτα με την αφελή ελπίδα πως δεν θα βρεθούν στο δρόμο της θύελλας (Terzakis) |
- είναι αδύνατο να μετατεθεί πια ο άνθρωπος ξανά στη στάση του αφελούς αντικρύσματος του κόσμου (Lambridi)
- ⓑ simpleminded, credulous (syn καλόπιστος):
- ~ εμπιστοσύνη |
- τον αντιμετωπίζουν σαν έναν αφελή και αγαθούλη νοικοκύρη, που θα τον πείσουν για το τι θα ψηφίσει (Peponis) |
- όλες τις ώρες του τις πέρναγε στους καφενέδες, .. πασκίζοντας να τυλίξει κανέναν αφελή Πειραιώτη (Moatsou)
- ③ childish, inexpert, unpolished, unskilled (syn απλοϊκός2 1b, παιδιάστικος):
- το αφελές και αχτένιστο τραγούδι αυτό ανοίγει τώρα συχνά τα χείλη του (Palam) |
- είναι ένα αφελές και ανώριμο έργο και ως σύλληψη και ως εκτέλεση (Sachinis) |
- η σοφία της παράδοσης εκφράζεται .. με κάποιαν αφελή επίδειξη δεξιοτεχνίας (MChatzidakis) |
- ο ποιητής Mιχαήλ Άγγελος δεν είναι διόλου αφελέστερος από τον ζωγράφο Mιχαήλ Άγγελο (Kanellop)
[fr MG αφελής ← PatrG, K, AG]
- ① unaffected, simple, natural, unsophisticated (syn απλοϊκός2 2, απλός 4):