Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφειδώλευτος, -η, -ο [afi∂όleftos] (L)
- unsparing, unstinting, lavish, generous (syn ανοιχτοχέρης 1, απλόχερος, αφειδής, γενναιόδωρος, ant φειδωλός):
- αφειδώλευτη καρδιά |
- αφειδώλευτες υποσχέσεις |
- αφειδώλευτα φώτα |
- αφειδώλευτη οικονομική συμπαράσταση |
- ο έρωτας είναι δέσμευση αφειδώλευτη (Terzakis) |
- προχωρείτε γοητευμένοι για την αφειδώλευτη τούτη προσφορά της ευρυτανικής φύσεως (Vasileiou) |
- καμάρωσαν για το αφειδώλευτό του εγκώμιο (Panagiotop)
[fr kath (neol) αφειδώλευτος, cpd w. *φειδωλευτός (: φειδωλεύομαι)]
- unsparing, unstinting, lavish, generous (syn ανοιχτοχέρης 1, απλόχερος, αφειδής, γενναιόδωρος, ant φειδωλός):