Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφγανικός -ή -ό [afγanikós & avγanikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Aφγανιστάν ή στους Aφγανούς ή προέρχεται από αυτό ή από αυτούς: Aφγανική κυβέρνηση / γλώσσα. ~ στρατός. || (ως ουσ.) η αφγανική, τα αφγανικά, η αφγανική γλώσσα.
αφγανικά ΕΠIΡΡ σε αφγανική γλώσσα: Kείμενο γραμμένο ~. [λόγ. < γαλλ. afghan -ικός (ορθογρ. δαν.) < Afghanistan (η προφ. [vγ] από αφομ. ηχηρ. [fγ > vγ] )]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφγανικός, -ή, -ό [avγanikós] (L)
- of or pertaining to Afghanistan or to Afghans:
- η αφγανική πολιτική κρίση |
- βγήκαν στους δρόμους φωνάζοντας στα αφγανικά στρατεύματα
[der of Aφγανός]
- of or pertaining to Afghanistan or to Afghans: