Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανιστικός -ή -ό
1 εγγραφή
[Λεξικό Γεωργακά]
αφανιστικός, -ή, -ό [afanistikós] (L)
  • causing destruction, destructive, ruinous (syn καταστρεπτικός):
    • θα μας σώσει από το αφανιστικό ρεύμα της τυφλής τεχνοκρατίας (Loukatos)

[fr kath αφανιστικός ← MG (schol., Aeschyl. Theb. 145), K (Apoll. Dysc. +), der of αφανιστής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες