Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανιστής
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
αφανιστής ο.
  • Kαταστροφέας:
    • αφανιστάς και φθορείς της νεότητος (Σοφιαν., Παιδαγ. 103).

[μτγν. ουσ. αφανιστής. H λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφανιστής [afanistís] ο,
  • ① person who destroys, destroyer, ruiner (syn καταστροφέας):
    • ξενόδουλοι αφανιστές της αντίστασης |
    • κανείς δεν μπορεί να καυχηθεί ότι είναι μεγαλύτερος ~ των δολωμάτων από την τσέρουλα (Potamianos)
  • ② annihilator, exterminator (syn εξολοθρευτής):
    • poem το γένος δάμασαν των αδάμαστων των ανθρώπων | κι ήρθε κι ο Xάρος ~ κλ (Palam) [fr postmed αφανιστής ← MG (CGL; schol. Aeschyl. Theb. 175), PatrG 'destroyer' (Epiphanius, haer [4th c. AD] etc) ← K (also pap |
    • PLond. 2.387.9

[3rd c. AD]), der of ἀφανίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες