Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφανίζω [afanízo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. να μην υπάρχει, το καταστρέφω ολοσχερώς: Όσους γλίτωσαν από τις πλημμύρες τούς αφάνισε η επιδημία. || Θα αφανιστούμε όλοι μας.
[αρχ. ἀφανίζω]
[Λεξικό Κριαρά]
- αφανίζω· ’φανίζω.
-
- I. Eνεργ.
- 1)
- α) (Προκ. για πρόσωπο) εξοντώνω, εξολοθρεύω:
- αφανίζουσι γυναίκες και παιδία (Διακρούσ. 9122)·
- β) καταστρέφω τελείως:
- ναοί αφανιστήκαν (Θρ. πατρ. 72)·
- γ) εξαλείφω, εξαφανίζω:
- το γαρ ψεύδος … αφανίζει την φιλίαν (Eρμον. N 414).
- α) (Προκ. για πρόσωπο) εξοντώνω, εξολοθρεύω:
- 2) Kαταδαπανώ:
- αφανίζουσι τον βίον (Σοφιαν., Παιδαγ. 121).
- 3) Kαταβάλλω, καταπονώ:
- της νόσου … αφανιζούσης τα σώματα (Δούκ. 13513).
- 1)
- II. (Mέσ.) εξαφανίζομαι:
- (Bέλθ. 723).
[αρχ. αφανίζω. O τ. και σήμ. ιδιωμ. H λ. και σήμ.]
- I. Eνεργ.
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφανίζω [afanízo] ipf αφάνιζα, aor αφάνισα (subj αφανίσω), pf & plupf έχω-είχα αφανίσει, έχω-είχα αφανισμένο, mediop αφανίζομαι, ipf αφανιζόμουν, aor αφανίστηκα (& αφανίσθηκα; subj αφανιστώ & αφανισθώ), pf & plupf έχω-είχα αφανιστεί, είμαι-ήμουν αφανισμένος
- Ⓐ act.
- ① cause to disappear, blot out, eradicate, dispel (syn απαλείφω 2, εξαφανίζω):
- μια λέξη νέα χαλνά την αρχαία κι αφανίζει όλες τις δοτικές (Psichari) |
- νόμος κάθε ενέργειας της συνειδήσεως είναι .. ν' αφανίσει όλες τις άλλες (Theodorakop) |
- θα αφάνιζε τη φήμη της και θα απομάκρυνε από τα μάτια του κόσμου την ομορφιά της ψυχής της (Kanellop) |
- το κουφάρι του το πήρε και τ' αφάνισε το ρέμα του ποταμού (Melas) |
- poem η νύχτα απλώνει απαλά το μαύρο της σεντόνι | και αφανίζει άπονα κάθε ομορφιά και χάρη (Karyotakis) |
- .. αφάνιζα | στα βλέφαρα το δάκρυ (Sikel)
- ② destroy, ruin, devastate, demolish (syn απολλύω 1, καταστρέφω):
- η φωτιά αφάνισε το ανάκτορο |
- οι ακρίδες αφάνισαν τα σπαρτά |
- τα χέρια φανατικών χριστιανών αφάνισαν τα ωραία κλασικά πρόσωπα (Karouzou) |
- συμφωνείτε πως η γλώσσα αφάνισε τα παιδιά μας; (KPapa) |
- ζήτησαν ν' αφανίσουν το έργο της Eκπαιδευτικής Mεταρρύθμισης (Valetas) |
- τα πράγματα καταστρέφει, την ιστορική πραγματικότητα αφανίζει η μαρξική διαλεκτική (Theodorakop) |
- poem πώς ν' ~ το θεριάγκαθο | το βλαβερό και τη λειχήνα (Skipis)
- ⓐ annihilate, exterminate, kill (syn εξοντώνω, σκοτώνω):
- το ένα ψάρι αφανίζει το άλλο |
- τα θηρία αφάνιζαν τους ανθρώπους |
- τον καρτέρεσαν αυτοί τον Δράμαλη εις τον κάμπο και τον αφάνισαν (Makryg) |
- δεν έχει παρά να πατήσει ένα κουμπί και ν' αφανίσει λαούς (Panagiotop) |
- το μεγάλο κακό .. είχε ήδη αφανίσει το μισό πληθυσμό (Kanellop) |
- poem [Kύριε,] σύντριβε κάθε φορά κι αφάνιζε | τους Γολιάθ τους τρομοκράτες (Skipis)
- ③ wreak havoc on, ravage, waste, consume (near-syn εξαντλώ, θερίζω, φθείρω):
- τον αφάνισε η αρρώστια, το βάσανο, το πάθος |
- τον αφάνισαν οι γυναίκες |
- τους αφάνιζε η πείνα και χάθηκαν; (Makryg) |
- τίποτε δεν είναι σε τούτον τον κόσμο πιο θλιβερό από την ομορφιά που τη σκάβει, που την αφανίζει ο χρόνος (Panagiotop) |
- rembetiko song απ' την ώρα στο λιμάνι που σε μπάνισα, | την καρδούλα μου, κυρά μου, την αφάνισα (IPetrop) |
- poem δε θέλω τ' όμορφό της πρόσωπο με θρήνους ν' αφανίζει (Homer Od 2.376 Kaz-Kakr)
- ⓑ eat up, consume entirely (syn διαλύω, εξαφανίζω):
- τα παιδιά αφάνισαν το γλυκό |
- ήρθε και το χταπόδι και τ' αφανίσαμε (Zoulas)
- ④ wear out, tire out, exhaust (syn εξαντλώ, καταβάλλω, καταπονώ L, ξεθεώνω):
- το κορίτσι μοχτούσε εκεί με δυο καματερά, που τα 'χε αφανισμένα η κακοπέραση (Prevelakis) |
- poem οι στρατοκόποι, η κούραση τους έχει αφανισμένους (Papatsonis)
- ⓒ cause great pain (syn πεθαίνω, σκοτώνω):
- τον πάτησε στον κάλο και τον αφάνισε |
- τον αφάνισαν στο ξύλο
- ⑤ destroy financially, ruin (syn καταστρέφω):
- μας αφάνισε η ακρίβεια |
- τον αφάνισαν τα χρέη |
- τα νέα κυβερνητικά μέτρα θα αφανίσουν τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις |
- πώς θα τα βγάλουμε πέρα με δυο πρωτεύουσες, που η μια μας αφανίζει; (Psichari) |
- μπορεί να μη μας αφανίζεις χαρίζοντάς μας τα λεφτά, αλλά μας ζημιώνεις, αφού μας παίρνεις τον άνθρωπο (Bastias) |
- folks. ήρθα να καζαντίσω | κι εσύ μ' αφάνισες (Theros) |
- poem .. η παγωνιά πάει να μας αφανίσει, | να καταπιεί όλο μας το βιο κλ (Spalas)
- Ⓑ mediop αφανίζομαι
- ⑥ disappear, vanish (syn αποχάνομαι, αρατίζομαι, εξαφανίζομαι, χάνομαι):
- άμα φάνηκε με το κόνισμα κι έκαμε το σταυρό του, οι νεράιδες αφανιστήκανε, καπνός (Palam) |
- του άνοιξε την πόρτα και με αργό βήμα, βαρύς, αφανίστηκε (Kazantz) |
- μια μια οι μέριμνες αφανίζονται (Panagiotop) |
- poem κι όσο βαθιά νυχτώνει γύρω μου, | όλ' αφανίζονται σαν όνειρο (IZervos)
- ⑦ destroy or ruin o.s., perish (syn εξοντώνομαι, καταστρέφομαι):
- τραβάει μπροστά ν' αφανιστεί, να σπάσει το κεφάλι της στον τοίχο (KPolitis) |
- οι Kινέζοι κινδύνεψαν ν' αφανιστούν με το όπιο (Evelpidis)
- ⓓ be ravaged or destroyed, become wasted, perish (syn απολλύομαι L, χάνομαι):
- δεν αφανίζεται πια ο Kινέζος από τους λοιμούς (Charis) |
- αποτυχαίνουν οι συλλογικές επιχειρήσεις, .. αφανίζεται ο πλούτος της χώρας (Evelpidis) |
- οι λίγοι αυτοί Aθηναίοι αφανίσθηκαν μέσα στα αίματα και τες φλόγες (Petsalis) |
- σίγουρα θα πνιγόμουν, θ' αφανιζόμουν από το βήχα, αν δεν ερχόμαν (Iatridi) |
- poem τα πρόσωπά τους από σκέτο χώμα | θ' αφανιστούν σαν μούμιες, όταν πάρει ο ήλιος (Vrettakos)
- ⑧ tire or exhaust o.s., become tired or exhausted (syn εξαντλούμαι, εξουθενώνομαι L, κατακουράζομαι, ξεθεώνομαι, ψοφώ):
- αφανίστηκε τριγυρίζοντας σ' όλη την πόλη |
- folkt δεν μπορώ να κάνω ένα παιδάκι, για να με ξεκουράζει, που όλη μέρα αφανίζομαι (Megas) |
- η μητέρα έψηνε καφεδάκια το ένα ύστερ' από τ' άλλο, αφανίστηκε πια (Panagiotop) |
- κάθε φαντάρος, όσο κι αν ήταν αφανισμένος, έπρεπε να πάει να φέρει το μερίδιό του από κούτσουρα (ChZalokostas) |
- poem αφανίζονταν να κλαιν και ν' αγαπούν κλ (Thasitis)
[fr postmed, MG αφανίζω ← PatrG, K (also pap), AG (Hippocr., Herodot., Sophocles etc), der of ἀφανής]