Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανής -ής -ές
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφανής -ής -ές [afanís] Ε10 : 1.που δε φαίνεται, δε γίνεται αντιληπτός. ANT εμφανής, φανερός: H ορμή υπόκειται στον αφανή έλεγχο του εγώ. || που μπορούν να τον αποκρύψουν: Aφανές κεφάλαιο / αποθεματικό. || (οικον.): ~ εταιρεία, που γίνεται με απλή συμφωνία των μετόχων και χωρίς επίσημη αναγνώριση ή νομική υπόσταση. 2. (για πρόσ.) α. που το όνομά του δεν είναι γνωστό: ~ εταίρος. ~ ευεργέτης. Οι αφανείς ήρωες. Tο μνημείο του αφανούς ναύτη· (πρβ. άγνωστος στρατιώτης). β. που δεν έχει μια κοινωνική θέση ή δράση τέτοια που να του δίνει φήμη. ANT επιφανής: ~ δικηγόρος. αφανώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἀφανής· λόγ. < αρχ. ἀφανῶς]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφανής1 [afanís] ο, (L)
  • unknown or obscure person:
    • αδύνατο να τον αναπολήσω αλλιώς· ήταν από τους αφανείς της τάξης (Terzakis) |
    • στους νεομάρτυρες .. πρέπει να συναριθμούμε .. και το πλήθος των άγνωστων και αφανών, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους νωρίτερα (Vacalop)

[substantiv. m of αφανής2]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφανής2, -ής, -ές [afanís] (L)
  • ① not visible, invisible, unseen, indiscernible, latent (syn αθέατος 1, αόρατος2 1, κρυφός, ant φανερός):
    • ~ πόλεμος |
    • αφανείς επιδιώξεις |
    • αφανή εισοδήματα |
    • ~ εικόνα latent image |
    • gnom η υποκρισία είναι το μόνο κακό που μένει αφανές σε όλους εκτός απ' το θεό (Vrettakos) |
    • το στερέωμα κάθε τόσο, με τα κουμπιά που πατούσε ο ~ ομιλητής [του πλανετάριουμ], πρόσφερνε διαφορετικές όψεις (Venezis) |
    • θέλησε να συνάψει με αφανείς κρίκους τον αρχαίο και το νεώτερο κόσμο (Chourmouzios) |
    • καταρτίζει γι' αυτόν και μόνο το σκοπό μιαν αφανή εταιρία (Theotokas) |
    • η ~ συνήθως κάτω επιφάνεια της βάσης του αγγείου είναι μια θαυμάσια πλαστική μονόχρωμη σύνθεση (Bakalakis)
  • ② inconspicuous, unnoticeable, obscure (near-syn αδιάκριτος 1, απαρατήρητος 1, δυσδιάκριτος, ant εμφανής):
    • έλαβα ελάχιστα και αφανή μέτρα ασφαλείας |
    • οι γονείς μένουν αφανείς στο περιθώριο |
    • η συντρόφισσα της ζωής του .. εστάθηκε ~ στον ήσκιο του (Melas) |
    • η ιερή γειτονία [με την Aκρόπολη] επέβαλε να είναι το κτίριο όσο γινόταν πιο αφανές (Brouskari) |
    • όσο αφανέστερη, .. όσο σοφότερη είναι [η τάξη], τόσο περισσότερο συγκινεί το πνεύμα (Papanoutsos)
  • ③ unknown, unrenowned, obscure, undistinguished (syn αφανέρωτος 2, άφαντος 3, near-syn άγνωστος2 1, άσημος2 3, ant επιφανής):
    • ~ ήρωας, καλλιτέχνης, μάρτυρας, στρατιώτης, υπάλληλος |
    • έζησε ~ |
    • ο Λούθηρος είχε προδρόμους άλλους που είχαν γίνει διάσημοι κι άλλους αφανείς (Kanellop) |
    • φαίνεται ένας επιπλέον σημαντικός αλλ' ~ τομέας της εθνεγερτικής του προσπαθείας (Vranousis)

[fr kath αφανής ← K (also pap), AG (Sappho +), cpd w. pref α- & combin form -φανής; cf εμφανής, κατα-, περι-φανής etc]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες