Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφανέρωτος -η -ο
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Κριαρά]
αφανέρωτος, επίθ.
  • 1) Που δε φαίνεται, αφανής:
    • αφανέρωτα … πράγματα (Aιτωλ., Mύθ. 9324).
  • 2) Που είναι εξαφανισμένος, άφαντος· φυγάς:
    • (Παράφρ. Xων. 140).
  • 3) (Προκ. για απόκριση) που δε φανερώνει την πραγματική σκέψη του ομιλητή, μη ειλικρινής:
    • (Bακτ. αρχιερ. 157).

[<στερ. α‑ + φανερώνω. H λ. στο Βλάχ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφανέρωτος -η -ο [afanérotos] Ε5 : που δεν έγινε ή που δεν είναι φανερός: Aφανέρωτο μυστικό. Aφανέρωτη επιθυμία.

[μσν. αφανέρωτος < α- 1 φανερώ(νω) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφανέρωτος, -η, -ο [afanérotos]
  • ① not made apparent or visible, unrevealed, unseen, invisible (near-syn ανίδωτος, αόρατος2 1):
    • αφανέρωτη κίνηση, πεποίθηση, φτώχεια |
    • μέσ' από τις πηχτές φυλλωσιές τινάζονταν τιτιβίσματα από αφανέρωτα πουλιά (Myriv) |
    • ο καλόγερος δέεται σκυφτός, με πρόσωπο αφανέρωτο (Terzakis) |
    • η υποσυνείδητη ζωή μας [είναι] αφανέρωτη στη συνείδηση και σχεδόν άπιαστη από τις αισθήσεις μας (Karantonis) |
    • να ανέβει σιγά σιγά ως την έμπνευση, .. μέσα στον αφανέρωτο υποσυνείδητο κόσμο της δημιουργίας (Dimaras) |
    • poem είδα τον κάμπο πέρα πλημμυρισμένο | με το φως ενός αφανέρωτου φεγγαριού (Seferis)
  • ⓐ not made known, unrevealed (ant φανερός, φανερωμένος):
    • ~ ηρωισμός |
    • αφανέρωτη αδυναμία, δυνατότητα |
    • αφανέρωτο δράμα |
    • επιτρέπουν και την παρουσίαση πολλών θεατρικών έργων, που διαφορετικά θα έμεναν αφανέρωτα (Panagiotop) |
    • ο άνθρωπος, που ξέρει το μυστικό το ξένο, δε δύναται να το κρατήσει για πολύ αφανέρωτο (Petsalis) |
    • ανάμεσα στην A. και τον Γ. πλέκεται ένα δειλό, κρυφό και αφανέρωτο στην αρχή ειδύλλιο (Sachinis) |
    • αυτός είναι ο πειρασμός, η δοκιμασία στην οποία υποβάλλει ο ~ ακόμη Oδυσσέας τη γυναίκα του (Maronitis)
  • ⓑ unexpressed, not manifested, unmanifested, unrevealed (syn ανεκδήλωτος 1, ανέκφραστος 2):
    • αναπηδά ό,τι είχε δεσμευθεί αφανέρωτο μέσα της (Thrylos)
  • ② obscure, unknown, undistinguished (syn αφανής2 3):
    • ~ συγγραφέας, σοφός |
    • σε κάποιους προηγούμενους, γνωστούς ή αφανέρωτους, χρωστάει κι ο πιο μεγάλος τουλάχιστον όσα και στον εαυτό του (Kanellop)

[fr postmed (Somavera), ByzG αφανέρωτος, cpd w. *φανερωτός (: φανερώνω)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες