Παράλληλη αναζήτηση
3 εγγραφές [1 - 3] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφανάτιστος -η -ο [afanátistos] Ε5 : ο μη φανατισμένος ή μη επιρρεπής σε φανατισμό: Ψύχραιμη και αφανάτιστη κρίση / θεώρηση.
αφανάτιστα ΕΠIΡΡ χωρίς φανατισμό. [λόγ. α- 1 φανατισ- (φανατίζω) -τος]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφανάτιστος1 [afanátistos] ο, (L)
- person not imbued w. fanaticism (ant φανατικός):
- δραματική είναι η μοίρα των αφανάτιστων (Panagiotop)
[substantiv. m of αφανάτιστος2]
- person not imbued w. fanaticism (ant φανατικός):
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφανάτιστος2, -η, -ο [afanátistos] (L)
- not fanaticized, not fanatical (ant φανατικός, φανατισμένος):
- ~ λόγος, τόνος |
- αφανάτιστη ιδέα, ιδιοσυγκρασία, συζήτηση |
- ο λαός ανεπηρέαστος και ~ επέλεξε την προεδρική δημοκρατία |
- η τέχνη και η επιστήμη .. είδαν με καθαρό, με αφανάτιστο μάτι την ελληνική πραγματικότητα (Charis) |
- ένας πραγματικά απροκατάληπτος και ~ άνθρωπος .. βρίσκει πάντα τον τρόπο να μη δουλωθεί στη μισαλλοδοξία (Panagiotop) [fr kath (neol |
- Koumanoudis
[1892] αφανάτιστος, cpd w. *φανατιστός (: φανατίζω)]
- not fanaticized, not fanatical (ant φανατικός, φανατισμένος):