Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαλατώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφαλατώνω [afalatóno] -ομαι Ρ1 : αφαιρώ το αλάτι από το θαλάσσιο, κυρίως, νερό, για να το κάνω πόσιμο ή ποτιστικό.

[λόγ. αφ- (δες απο-) αλατ- (δες αλάτι) > -ώνω μτφρδ. γαλλ. dessaler]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες