Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαλάτωση
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφαλάτωση η [afalátosi] Ο33 : η αφαίρεση του αλατιού από το θαλάσσιο, κυρίως, νερό για να γίνει πόσιμο ή ποτιστικό: Εργοστάσιο / εγκαταστάσεις / μέθοδοι αφαλάτωσης θαλάσσιου νερού.

[λόγ. αφαλατω- (δες αφαλατώνω) -σις > -ση μτφρδ. γαλλ. dessalement]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφαλάτωση [afalátosi] η, gen αφαλάτωσης & αφαλατώσεως, (L)
  • removal of salt (fr water), desalination:
    • εργοστάσιο αφαλατώσεως θαλασσινού νερού |
    • οι χημικές προσπάθειες αφαλατώσεως ήταν κιόλας γνωστές στα 1794 (Louros) |
    • η ~ του θαλάσσιου νερού, δαπανηρή καθώς είναι, θα περιοριζόταν στην κάλυψη των οικιακών αναγκών (Palaiologos)

[fr kath (neol) αφαλάτωσις, der of *αφαλατώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες