Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αφαιρετικός -ή -ό
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
αφαιρετικός -ή -ό [aferetikós] Ε1 : που αναφέρεται στην αφαίρεση: Aφαιρετική σκέψη / μέθοδος, που χρησιμοποιεί την αφαίρεση. Aφαιρετική ικανότητα του νου. αφαιρετικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἀφαιρετικός `κατάλληλος για να απομακρύνει΄ σημδ. γαλλ. soustractif]

[Λεξικό Γεωργακά]
αφαιρετικός, -ή, -ό [aferetikós] (L) philos, art etc
  • pertaining to or employing abstraction, abstractive:
    • ~ λόγος, στοχασμός |
    • αφαιρετική διαδικασία, μέθοδος, προσπάθεια, τέχνη, φαντασία |
    • από τις τέχνες του λόγου μεγαλύτερη αφαιρετική δύναμη έχει .. η ποίηση (Papanoutsos) |
    • ειδώλια βιολόσχημα με .. έντονα αφαιρετική σχηματοποίηση του ανθρώπινου κορμιού (ASakellariou) |
    • διαπιστώνει ένα αληθινό αφαιρετικό άλμα με τη σύλληψη του όντος από τον Παρμενίδη (Malevitsis)

[fr kath αφαιρετικός ← PatrG, LK, der of ἀφαιρετός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες