Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αφαίμαξη η [afémaksi] Ο33 : 1.αφαίρεση ποσότητας αίματος για θεραπευτικούς σκοπούς: Οι πρακτικοί γιατροί έριχναν την πίεση με ~. 2. (μτφ.) αφαίρεση μεγάλης ποσότητας χρημάτων με δόλιο ή εκβιαστικό τρόπο: Οι τοκογλύφοι κάνουν συστηματική ~ των χρημάτων των άλλων.
[λόγ. < ελνστ. ἀφαίμαξις (-σις > -ση)]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αφαίμαξη [afémaksi] η, (L)
- ① med drawing blood fr s.o., bloodletting, bleeding (syn φλεβοτομή, φλεβοτομία):
- μπήκε ο γιατρός και έφερε τις βδέλλες για την ~ (Petsalis) |
- η ~ είναι η καλύτερη μέθοδος στην πίεση (Sfakianakis) |
- δεν υπάρχει άλλο μέσον να περάσει κανείς στα γεράματα παρά οι αφαιμάξεις, οι βεντούζες, τα καθαρτικά κλ (Louros)
- ② fig reduction or draining of one's resources, bleeding (syn αιμορραγία 2):
- θα απαγόρευα τη μετανάστευση· θα σταματούσα αυτή την ~, το αδυνάτισμα του έθνους (Venezis) |
- επεσήμανε .. την ~ της χώρας από εργατικό δυναμικό (Kyriakidis) |
- παρ' όλη την ~ του πληθυσμού η ναυτική παράδοση δεν έσβησε ολότελα (DPolemis)
- ⓐ getting excessive amounts of money out of s.o., exploitation, bleeding (syn απομύζηση 2):
- οικονομική, φορολογική ~ |
- τα χρήματα, που συνάθροιζαν από την ~ του λαού, τα σκόρπιζαν τρελά (Ouranis) [fr kath αφαίμαξις ← LK (Archigenes, 2nd c. AD, in Aëtius
[6th c.]), der of ἀφαιμάσσω]
- ① med drawing blood fr s.o., bloodletting, bleeding (syn φλεβοτομή, φλεβοτομία):